Перевод: с немецкого на все языки
οὓς σὺ ζῶντας κολακεύων παρηκολούϑεις
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
κίναδος — κίναδος, εος, τὸ (Α) 1. η αλεπού («οἱ Σικελιῶται γὰρ τὴν ἀλώπεκα κίναδον προσαγορεύουσι», Σχόλ. Θεόκρ. 2. μτφ. πανούργος, δόλιος άνθρωπος («οὕς σὺ ζώντας μέν, ὦ κίναδος, κολακεύων παρηκολούθεις», Δημοσθ.) 3. θηρίο, τέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ … Dictionary of Greek